Ελληνικός, η, ον, ἑλληνιες, τα, 107. Di greco letterale, grechefco. Ελληνισμός, ο. 1 greccheggiare,il parlare in greco letterale, et limitare i coftumi de Greci Gentili. Ελλάνιςης, ο Un che greccheggia. Ελλίωιςής, 6. Un che imita li cof tumi de'Greci Gentili. Βλιτζής, βλ. Αποκλεισιάρης. Ελξίνι. βλ. Σιδερίταις, Ελπίδα, *, ὀρπίδα, *. Speranza. αρ' Ελπίδα, ἀνέλπται, ἀνόρπια. Fuor di fperanza, inefpettatamente. Ελπίζω, πιζα, πισα, πισε, νὰ πίσω. ὀρπίζω, ἔχω ἐλπίδα, ἔχω πάῤῥος. Sperare, haver fperanza. E M Εμβρυον, τό, τὸ παιδὶ καθώς ευρίσ κεται ς κοιλιὰν δ μάνας εἰς τοὺ αρχών αρχών. Embrione, feto. Εμείς. Νοι. Εμμα. Me, mi. ov. Εμμέσος, ό, και *, . Mediato. τὸ Εμπα, τὸ ἔμπασμα, ἡ ἐμπασιά. L'entrata da dove s'entra in un luogo. Εμπάζω, μπάζα, μπάσα, μπάσε νὰ μπάσω, εμπασιάζω, πέρνω, ή βάνω μέσα, κάμνω κανέναν νὰ ἔμπη. Introdurre, fare intrare alcuno. Εμπάζομαι, μπάζομεν, μπάθηκα, μπάσο, να μπειθῶ, ἐμπασιάζομαι. Introdurfi. Εμπαθώ, εις, μπάλων, μπάθησα μπάθησε, νὰ μπαθήσω, συμφέρο. Conferire, effere utile, giovare. Εμπαθεί, συμφέρει. è utile, giova. τί με Εμπαθεῖ; Che mi giova ? δέ με Εμπαθεί τίπα. Non giova nulla. Εμπαίνω, ἔμπαινα, μπα, κι ἐμπῆκα, ἔμπα, νὰ ἔμπω κ ν' άμπω. Entrare intrare. Εμπαίνω διὰ δύναμιν. Entrari per forza. Εμπαίνω ἐγγυτής, γίνομαι ἐγγυτής. Farfi malevadore, o piergio. Εμπαίνω εἰς, πακιάζομαι εἰς Impacciarfi, intrigarfi, ingerirh. δὲν Ε' μπαίνω εἰς το, δεν πακιάρομαι εἰς το Non n'impaccio in quefto. Εμπαίνω εἰς ἀφεντικόν. Entrare, ο metterh al fervitio d'un padrone. Ε μπαίνω εἰς τὰ γράμματα Metter à imparar le lettere. Ε' μπαίνω εἰς δυλειών. Adoptarfi. Εμπαίνω εἰς ὃ ἐμαυτόν με. Immiare. Εμπαίνω εἰς 7 κόσμον. Maritarfi. Εἱμπαίνω εἰς κίνδυνον. ῥεζεγάρω. Arrifchiarfi. Εμπαίνω της μερικής. Farfi da un capo. Εμπαίνω μέσα τὸ κρεάς, τρυπῶ, περνῶ τὸ κρεάς, Accarnare, ac carnire. Εμπαίνω εἰς τίω μέσων. Frametterfi, interporfi, intervenire. Εμπαίνω εἰς τὸ μοναςήeι. Farf Religiofo, ò Monaca. Εμπαίνω εἰς τὸ ποδάρι, Effer fofti tuto, foftituirfi, forrogarfi. Εμπαίνω εἰσε ξένον σπίτι με σιασμὸν σε κυβερνησίς με. ΜMetter fi in dozzina. Εμπαίνω εἰσὶ τέχν. Metterf à im parare arte. Ε μπαίνω χρυσοχός, ἢ ὡρολογάς, ῥάρτης, και τὰ ἑξῆς. Metter a imparare l'arte d'orefice, d'horlogiere, di fartore &c Εμπαινοβγαίνω. Entrare et ufcire. Εμπαλώνω, βλ. Μπαλώνω. Εμπανον, τὸ ἄμπανος, ο, ἔβανος, ο, ἕξενος, ὁ. Ebano. Εμπεσιά, ν, ἔμπασμα, το, ἔμπα, Εμπασιὰ, ἡ, ἔμπασμα, το, ἔμπα, τὸ L'entrata da dove fi entra in qualche luogo. μεγάλη, ἢ, ἁπλόχωρη Εμπασία. Εntrataccia. re, Ε'μπισιάζω, αζα, α@, ασε, νὰ άφ. ἐμπάζω, φέρνω, ἢ πέρνω, ἢ βάνω μέα. κάμνω ν' άμαανε. Introdurfare intrare. Εμπασιάζομαι, άζομεν, άθηκα, άσο, να απῶ, ἐμπάζομαι. Introdurf. Εμπασιασμένος, ", w. Introdotto. Εμπασιαςής, 6. Introduttore. Εμπασιάχια, ἡ ἐμπασιάςρα, κ. Introduttrice. | Εμπερδεμβρίος, η, ον, ουριθμός, Imbrogliato, intrigato. Ε μα δίνω, δετα, διά, δεσε, τὰ δέσω. ἐμπεδένω, φύρνω. Imbregliare, imbroggiare, intricare,. intrigare. Ε' μας δίνομαι, δένομεν, δέθηκα, δεν Εμαρδίνω, κι ἐμαδεύγω, δενα, κ Εμπεριέχω, εἶχα, χα, εχε, νὰ ἔχων να Εμπιεεμία: Fedelmente. Εμπνεμδύος, », 9. Fedele, fdato, fido, confidevole. το Εμπεσεμβύον. Il credito, ciòè, la cofa data in prefto. Εμπςένω, κ ἐμπιςεύγω, σευα, ży σευγα, σευσα, η σεψα, πισε, η ψε, κ σευε, και σευγέ, να πεύσω, τ να είψω. Fidare. Εμπαίνομαι, κι ἐμπιστεύομαι, σνμεν, η σύγεμον, δεύθηκα, η σέφθηκα 08, 8, i stue, i stue,. να πυθῶ, καὶ νὰ παθῶ Fidarf. Εμπιςοσύνη, », Fedelta. Εμπωμένος, η, ο Marcio, faniolo. > Συμπώνω, ώνα, marcia. ωα, ωστ, νὰ ω. Far Εμπλάσει, το, ἔμπλαςρον, το. Empiaftro, impiaftro. πρῶτον Εμπλάρι, το. Cura di ci Γ' μαλάςρωμα,το. Impiaftramento μ Έμπλεγμα, το, ἐμπλέξιμον, το uno. Εμπλέκομαι, ἐμπλέκομεν θηκα, εμπλέξω, νὰ ἐρ τὰ μπλεχθώ, μπλέκομ parfi, acchiapparfi, intopparfi. Εμπλέκομαι. Attaccarhi la vefte. Εμπλέκομαι τον πόλεμον. Appicciar campo. Εμπλεμθμος, η > Chiappato. Εμπλεμένο, η, ον, μπλεμπία, η, or. Attaccato, parlando di vefte. | Εμπλέξιμον, το Appicco. Εμποδίζω, διζα, διά, δισε, νὰ δί@. Οι μποδίζω. Impedire, impac ciare, difturbare. Εμποδίζω, περιορίζω, κωλύω. Prohibire. ον, μπλεμθύος, η, ον. Εμποδίζομαι, διζόμον, δίθηκα,δίσυ, νὰ διπῶ, μποδίζομαι. Impedirfi, impacciarfi, difturbarfi. Εμποδίζομαι. περιορίζομαι, κωλύος μαι Prohibirfi. Εμπόδιον, το Impedimento, impaccio, difturbo. Εμπόδισις,κ, ἐμπόδιξις,*. L'impedire. Εμπόδισμα, το Impedimento,im- παρος, η, ον, αλωμλύος, η, ον, μόν, λώθηκα, abbar πάρεσε, κι ἐμπόρεσε να εμπνε δεν Εμπορῶ, δὲν ἠμπορώ, δε μπορώ, δὲ δύνομαι. Non potere. Εμποριβαίνω, βάινα, βαλα, βαλε, νὰ facciarfi, farfi inanzi,moftrarfi. > greco, che di ime comman2ftinenza di 'I venerdi. Tov. Che πρα Ενα. Senon uno, παρά να Manco uno. manco uno. Αλλος Ενας, ἄλλη μία, ἄλλο ἕνα. μερικόν, ανεπτυγμένως. Diftinta- βάρος, η, ον. Mutuo, reciproco. Ενας ἀπὸ τὰς δύο. Uno delli duc. Ενάμιση ἆρα, ἀνάμιση ώρα, μιάμιση ώρα. Un'hora e mezza. Ενάμιση πιθαμή, ανάμεση πιθαμή, μια μιση πιθαμή Un palmo e mezzo. Εναντίον. Contro, contra. τὸ Ενεμπίον. Il contrario, l'oppofito. Εἰς τὸ ἐναντίον, ἐξ ἐγατία. Al conAgrario, all'opponito. Εναντίον, τό, δεσκερό, το Dilor Εναντιωμέρος, η, ον, εναντιομ, η, Εναντιώνομαι, ανεμον, άθηκα, ώσες, νὰ ωξῶ, ἐναντί μας. Opporfi. Εναντίωσις, ή, ἀντιλογία, *. Oppofitione. E'var Tiwots, . Contrarietà, contra tradittione , repugnanza. EvaUTIWTY'S, . Contradicitore. EVANTIGTIXOS, M, ov. Contrariofo. Evdpe. Virtuofamente. Ενάρετος, », ov. Virtuofo. Evdexa. Undici. * SOTO THY Evooder. Dall'intrinfeço. Ab intrinfeco. (In latino.) * πρὸς τὰ Ενδον, πρὸς τὰ ἔσω. Α' intrinfeco. Ad intra. (In latino.) Evdožos, •,, 70. Gloriofo. Ενδόπεια, τὰ, απλάγχνα, τα αθικά, τὰ, σωτικά, τὰ, ἄντερα, τα Vifa cere, interiora. Futuμa, To. Veftimento. Erdvara. Vestito, un veftito. Ενδυμος, κ, ον, ἐνδυτος, η, .Velov, », tito, che è veftito. Ενδύνω, δυνα, δυα, δυσε, τὰ δύσω. Veftire. Ενδύνω θλιβερα. Veftire di lutto. Ενδύνω, αγοράζω, κάμνω αγοράν. Incettare, fare incetta. comprare. Ενδύνομαι, δύναμιν, δύθηκα, δύση, va dub. Veftirfi. Ενδύνομαι θλιβερά. Veftirfi di lutto. Evdúvoμay. agged soma. Incettarfi, farfi incetta, comprarfi. Evduras, . Incettatore. Evdúlera,, indúre,. Incertatrice. Ενεγκαλέμαι. βλ. Εγκαλέμαι. * E've prea,. Actus, atto. καμπο των λογιῶν Ενέργειας, Alquante forti di atti. * Η προαιρετική ενέργεια. Δες voluntarius (In lat. ) L'atto volontario. * H° Euperados évéрyea. Actus meritorius. (In lat.) L'atto me ritorio. *H° λoyonn évépyea. Altus cogi- * H2 avapurnois. Actus reminifci- * Ενεργεία, κατ' ενέργειαν. Attual- ท. μὲ Ενέργειαν, ενεργητικώς. Efica verbo. EZumos,,, ov, 7. Fermentato. Ενζύμωμα, τ. Fermentamento. E'vμs,, ov. Fermentato. Ενζυμώνω, μωνα, μωστί, μωσε, . Fermentare. Ενζυμώνομαι, μώνυμων, μώθηκα misty, vd uw two. Fermentarfi. Ενθυσιασμός, ό, φωτισμός θεϊκός, δι Entufiafmo. Evence, to. Ricordamento. Egunos,. Ricordo, ricordanza, rimemoranza, rimenbránza, rammentanza, rammentatione. Egunn's, Ricordatore. Ενθυμίζω, μίζα, μέσα, μισε, να Go. Ricordare, raccordare rammentare, rimembrare, ri memorare. 2 Ενθυμαμαι, αση, μόμον, μήθηκα, μήσας, και ενθυμε, να μην θυμά way. Ricordarfi. * Evind. Singolarmente. Singulariter. (In lat.) Exos,, ov. Singolare, numero del meno. Singularas. ( In lat) Evvas, n, ov. Nono. Everà, evvta. Nove. E'vved pogais. Nove volte. Εγγειακόσια, ἐννεακίσια. Novecento. Evreaxiores, ous, a, Évreuxéoroi, qis, a. Novecento. Εννειακοσιοςός, η, ον, Εννεακοσιοςός, κ ov. Novecentefimo. Εννιακοσιοςὺς πρώτος, δεύτερος, τεί τος, ἢ τὰ ἑξῆς. Novecentefimo primo, fecondo, terzo, &c. Εννειάμερα, τὰ, ἐννεάμερα, τά. Νο vena. Εννεαμερονύκτια, τὰ, ἐννεαμερονύ-κτια, τα Nove giorni e nove notti. Evvel. Nonanta, novanta, Spoos. Nonagenario, uno che ha nonanta anni d'età. E'vverleid, », évverkúta zgovãy Juvana,. Nonogenaria, una chè ha nonanta anni di età. Evveleid, ». Nonantena. μία Εννενω αριὰ φοραΐς. Una nonantena di volte. E'YVEYOUTάeixos, ", ov. Nonantefimo, novantefimo, nonagefimo. Εγγεγλωτάρχης. Έννοια, ή, διάνοια, η, νός, ο. Senfo, intelligenza. Εννοιάζομαι, άζομεν, άσθηκα, άσο, νὰ αὐῶ. ἔχω ἔννοια. Haver cura, o penfiere. Εννοιάζομαι διὰ τω ψυχώ. Haver cura, o penfiere dell'anima. Εννοιάζομαι, φροντίζω. Effere anfio. Εννοιασμλύος, η, ον. Anfio, anfiofo, pieno di cure, ò pensieri. πολλὰ Εννοιασμούς, *, 9. Ammartellato. Εντατής, 6. Sollecito. Εννματικά. Αnfiolamente. Εννοιαςικός, η, ον. Αnfo. Εννοιάς για, ἡ, ἐννοιάσρα, ή, Solle cita. Ενορία, ή, παροικία, *. Parocchia, Pieva, Pieve, Pievera. Ενορίτης, ο. Parocchiano. Ενορίτισσα, ἡ. Parocchiana. Ενότης, ή, ἑνότητα, *. Unita. Ε'αλωμένος, η, ον, καλωμένος, η, ον, θαμπωμένος, η, ον, πομπωμένος, η, cy. Abbagliato, abbarbagliato. Ενταλώνω, λωνα, λω@, λωσε, να λώσω. νταλώνω. θαμπώνω, πομπώ voo. Abbagliare, abbarbagliare. Ενταλώνομαι, λώνυμον, λώθηκα, λώσε, νὰ λωθῶ νταλώνομαι, θα μ πώνομαι, θαμπώνομαι. Abbagliarfi, abbarbagliarfi. Εντάλωσις, ή. Abbaglio, abbarbaglio. Ενταφιάζω. βλ. Θαύγω. Εντιμος, ό, κ ε, ον, τὸ τίμιος, ια, 199. Εντιμότατος, η, ον, Τιμιότατος, η, ον. Honorevoliflimo. Εντιμότης, ή. Honorevolzza. * Εντιμότης σ8. La veftra honorevolezza, la voftra honorevole fignoria. Εντίμως, τιμίως, τίμια, τιμημύει. Honorevolmente. Εντολή, κ, ὁρισμός, δ. Commandamento, precetto. Ενολα, ἡ ἐλένι, το χορτάρι. ) κατάσχον τῶν δέκα ἐντολῶν τὸ Θεό. Enula campana..(herba.) Ενόχλησις, κ. Μoleitia con liti. Ενοχλώ, εις, ενόχλον, ενόχλησα, ενόχλησε, κι ενόχλειε, νὰ ἐνοχλήφ. Moleftare con liti, litigare per piato, litigar con falfita, inventione. Ενοχλομαι, νέσαι, ἐνοχλεμεν, ἐνο χλήθηκα, ενοχλήσει, να ενοχληθώ molestarfi con liti, litigarfi per piato, litigarii con fallica, oin Lifta delli dieci precetti di Dio. ε. Ε' γώ είμαι κύριος ὁ Θεός σε : δὲν θέλεις ἔχει άλλον Θεὸν ἐμπροπέν με. Io fono il fignor Dio tuo: non havrai altro Dio avanti di me. β. Δὲν θέλεις λάβει τὸ ὄνομα τῇ Θεῖ ἔνκερα. Non pigliarai il nome di Dio in vano. γ. Ενθυμᾶ νὰ ἁγιάζης τοῖς ἑορταῖς. dir fallo teftimonio. 1. Με ἐπιθυμήσης το ξένον πράγμα. Non defiderar la robba d'altri. κατάειχον των Εφτὰ ἐγλῶν - Εκκλησίας. Lifta delli fette Commadamenti della Chiefa. ε. Νὰ ἁγιάζῃ καθένας ταῖς ἑορταῖς τοῖς ὁρισμέναις. Che ogn'uno fantifichi le fefte commandate, β. Νὰ ἀκός λειτυργίαν πο κην, κι πια εορτα. Che inta la meffa ogni Domenica, et ogni fefta. γ. Νὰ ἐξομολογᾶται καν μίαν φοράν τα χρόνον. Che fi confeffi lacramentalmente almeno una vol ta l'anno. δ. Να κοινωνα και τα λαμπράν έδρ ενώ το πάχα. Che fi comuni chi al meno alla Pasqua 6. Να της ένῃ τω @eaxos, κ τῆς Λέμποροις, κι τῆς βιζίλιας, τ ορισμέναις και ν' απέχη από το κρέας πως θρασκευή ή το σάββατον, ἂν κάμνη φράγκικα: η κάμνοντας ρωμαικα να της ευη της @ρακοστῆς πως ορισμέναις, κ ἀπὸ τὸ κρέας ν' ἀπέχῃ τοὺ τελράδα τω θράσε κεν Che digiuni la quare fima, e le tempora, e le vigilie commandate, e faccia aftinenza di carne il venerdi et il fabato, fe è del rito latino: et fe à del rito greco, che digiuni le quarefime comman date, et faccia aftinenza di carne il mercordi e'l venerdi. 5'. Νὰ πλερώνῃ τὸ δέκατον. Che paghi le decime. γ'. Να με κάμη ορθάσιμον γάμον τ καιρὸν ὁπῖ δὲν τὸ συγχωρᾷ ἡ Εκε κλησία. Che non faccia nozze folenni nelli tempi che non lo permette la Chiefa. Εντόπιος, ὁ ἄνθρωπος τε τόπο. Ter racciano. Εντράδα, ε, σόδημα, τὸ, εἰσόδημα, το, σοδιά, ή, εἰσοδία, ή, μαξύλι το Entrara, entrada, intrata, intrada, rendita, provento. Εντρέπομαι, ἐντρέπομεν, ἐντράπη κα, ἐντράπε, νὰ ἐντραπῶ. ντρέπο μαι. Vergognarfi, haver vergogna, δὲν τὸ Εντρέπομαι ένα ποτήρι νερόν. Non m'hà mai fatto alcun fervitio, non m'hà mai dato un bicchier d'acqua. Ενρίμωμα, 16, ἐντείμωσις, κ. Π cacciarfi dentro nella-calca, et il far calca. Ενταμωμδύος, η, οy. Cacciato dentro nella calca. Ενταμώνω, μενα, μωα, μωσε, να μώς, ντειμώνω. Far calca. Ενλειμώνομαι, μώνυμον, μώθηκα μώσει, να μωθῶ ντριμώνομαι Cac ciarfi dentro nella calca. Εντροπαλός, οι ντροπαλός, ο, ἔντρο, Gg 1 πάρης, ο, ντροπιάρης, ο Unvergognoto. Εντροπαλή, ή, ντροπαλή, κ, ἐντρο παριά, ή, ντροπαριά, κ. Una vergognofa. Εντροπή, ή, ντροπή, κ. Vergogna, fvergogna, infamità. Εντροπή, ή, ντροπή, ή. Pudore. Εντροπή, ή, ντροπή, κ, καταφρόνειον, τὸ, ἀτιμία, κ. Dishonore igno- | aontare Εντροπιάζω, αζα, ασα, ασε, να άφο. να απῶ ντροπιάζομαι, ξεντροπιά ζομαι.Svergognarfi,confonderf. Εντροπιάζομαι καταφρονέμαι, ἀτιμάζομαι,Σποτιμᾶμαι. Dishonorarf. Εντροπιάρης. βλ. Εντροπαλός. Εντροπιάρικος. », o. Vergognoro. Εντρόπιασμα, το, ντρόπιασμα, το. Svergognamento, confondi mento. Εντρόπιασμα, το, ντρόπιασμα, το. ἐντροπω. Svergognatamente con vergogna, ὁ confufione. Εντροπιασμα, ντροπιασμένα, με ἐντροπω, καταφρονεμήία. Con dishonore, ignominiofamente. Εντροπιασμένος η, ον, ντροπιασ μέρος, η, ον, ξεντροπιασμένος, η, ον. Svergognato, confufo. Εντροπιασμένος, η, ον, ντροπιασμένος η, ον, καταφρονεμένος, η, ον. Disho norato. Εντρυφῶ. βλ. Δίδομαι ταῖς τρυφῶς. Ενωμλύος, η, ον. Unito. σμίγω. Unire. νωσε, rarfi. Εξαγραφικός, κ, ον, ξαγοραστικός, η, ον. Εξαγοράς για, η εξαγοράςχα, η, ξα- Εξάγωνος, ο, ει δ, ον, τὸ, εξηκάντα- * Εξαίρεσις, *. Eccettione. Εξακλήρισις, ἡ, ἐξακληρισμός, ὁ. Ενώνομαι, νώνυμον, νεύθηκα, νόσο, να EE Εξαγοράζω, ράζει, ρασα, ρασε, να ράφο. ξαγοράζω. Rifcattare, ricomprare, ricom mperare. Εξαγοράζομαι, ραζ μεν, τάπητα, ράζ μεν, ράπηκα, βάσω, να ραπῶ ξαγοράζομαι. R cattard, ricomprari, ricompe | reditaro. Εξάλειψες. βλ. Ξάλειψες. mento. Εξανεμίζω, μιζα, μισα, μέσα, τὰ Εξάνοιγμα, το, ἐξανοιγμὸς, δ, ἐξά- Εξανοίγω, τοίγα, νοιξα, νοιξε, τὰ τοι Εξανοίγομαι, νοίγεμον, νοίχθηκα Εξανοίγομαι. επιγενομαι, Σποςαες- vatore. Εξανοικτής, ε, ξανοϊκλής, ο αξονικ της, δ, απένος, ὁ. Spia, fpione. Εξανδικτικός ชุ ον, ξανοικτικός, η, ον, αξανοικτικός, η, or. Che fi può fcoprire. Εξομοικτικός, ή, ον, αραφυλακτικές |