ÆäÀÌÁö À̹ÌÁö
PDF
ePub

και θεωρούνται ως εν κατόπτρα ήθη, πράξεις και διοικήσεις πολλών και διαφόρων εθνών και γενών, ών των μνήμην διεσώσατο και διασώσει και Ισορικό Διήγησις εις ειώγα τον άπαντα.

Μία τέτοια επιςήμη είναι ευαπόκτητος, και εν ταυτό ωφελίμη, ή κρείττον είπείν αναγκαία διατί λοιπόν ημείς μόνοι να την υπερούμεθα, μή ηξεύροντες ούτε τας αρχάς των προγόνων μας, πόθεν πότε και πώς ευρέθησαν εις τας πατρίδας μας, ούτε τα ήθη, τα κατορθώματα και την διοίκησίν των ; Αν έρωτήσωμεν τους αλλογενείς, ηξεύρουν να μας δώσουν όχι μόνον ισορικώς την αρχών και την πρόοδος των προγόνων μας, αλλά και τοπογραφικώς μας δείχνουν τας θέσεις των πατρίδων μας, και οιονεί χειραγωγοί γινόμενοι με τους γεωγραφικούς των πίνακας, μάς λέγουν, εδώ είναι αι Αθήναι, εδώ και Σπάρτη, εκεί αι Θήβαι, τόσα στάδια ή μίλια απέχει και μία επαρχία από την άλλην. Τούτος ώκοδόμησε την μίαν πόλιν, εκείνος την άλλων, και τλ. Προσέτι αν έρωτήσωμεν αυτούς τους μη Ελληνας χειραγωγούς μας, πόθεν έπαρακινήθησαν να εξερευνήσουν άρχας τόσον παλαιάς, ανυποςόλως μας αποκρίνονται με αυτούς τους λόγους. «Καθως δ εκ Σκυθίας Ανάχαρσις, αν δεν περιέρχετο τα πανευφρόσυνα εκείνα κλίματα της Ελλάδος, αν δεν έμφορείτο τα αξιώματα, τα ήθη και τους νόμους των Ελλήνων, ήθελε μείνη Σκύθης και το όνομα και το πράγμα: ούτω και ο ημέτερος ιατρός, αν δεν έμάνθανε τα του Ιπποκράτους, δεν έδύνατο να προχωρήση εις την τέχνης του. Αν και εν ημίν νομοθέτης δεν εξέταζε τα του Σόλωνος, Λυκούργου, και Πιττακού, δεν έδύνατο να ρυθμήση και να καλιεργίση τα ήθη των ομογενών του: Αν δ ροταρ δεν απανθίζετο τας ευφραδείας και τους χαριεντισμούς του Δημοσθένους, δεν ενεργούσεν εις τας ψυχές των ακροατων του: Αν ο Νέος Ανάχαρσις, ο Κύριος Αββάς Βαρθολομαίος δεν ανεγίνωσκε με μεγάλην επιμονήν και σκέψιν τους πλέον έγκρίτους συγγραφείς των Ελλήνων, εξερευνών αυτους κατά βάθος επί τρίακοντα δύο έτη, δεν ήθελεν εξυφάνη τούτην την περί Ελλήνων ισορίας του, ήτις Περιήγησις του Νέου Α'ναχάρσεως παρ' αυτού προσωνομάσθη, και εις όλας τας ευρωπαϊκές διαλέκτους μετεγλωττίσθη.” Και εν ενί λόγο, οι νεώτεροι, αν δεν έπερναν δια οδηγούς τους προγόνους μας, ήθελαν ίσως περιφέρονται ματαίως μέχρι του νυν. Αυτά δεν είναι λόγια ενθουσιασμένου δια το φιλογενές Γραικού, είναι δε φιλαλήθους Γερμανού, όσις έμετάφρισε τον Νέος Ανάχαρσιν από του Γαλλικού εις το Γερμανικόν.

Αν λοιπόν και εμείς θέλομεν να μεθίξωμεν της γνώσεως των λαμπρών κατορθωμάτων όπου έκαμαν οι θαυμαστοί εκείνοι προπάτορες ημών, άν επιθυμάμεν να μάθωμεν την πρόοδον και αύξησίν των εις τας τέχνας και επιστήμας και εις κάθε άλλο είδος μαθήσεως, αν έχωμεν περιέργειαν να γνωρίσωμεν πόθεν καταγόμεθα, και οποίους θαυμασους και μεγάλους άνδρας, ει και προγόνους ήμων, φεύ, ημείς δεν γνωρίζομεν, εις καιρόν όπου οι αλλογενείς θαυμάζουσιν αυτούς, και ως πατέρας παντοδασούν μαθήσεως σέβονται, ας συνδράμωμεν άπαντες προθύμως εις την έκδοσιν του θαυμασίου τούτου συγγράμματος του Νέου Α'ναχάρσεως.

Ημείς ούν οι υπογεγραμμένοι θέλομεν εκτελέσει προθύμως την μεταφράσεις του Βιβλίου με την κατά το δυνατόν ημιν καλήν φράσιν της νυν καθ' ημάς ομιλίας, και εκδόντες τούτο εις τυπον, θέλομεν το καλλωπίσει με τους γεωγραφικούς πίνακας με απλάς ρωμαϊκές λέξεις έγκεχαραγμένους εις εδικά μας γράμματα, προσιθέντες και τι άλλο χρήσιμος και αρμόδιον εις την ιστορίαν.

Ο"λον το σύγγραμμα θέλει γίνει είς τόμους δώδεκα κατά μίμησιν της Ιταλικής εκδόσεως. Η τιμή όλου του συγγράμματος είναι φιορίνια δεκαέξη της Βιέννης δια την προσθήκης των γεωγραφικών πινάκων. Ο φιλογενής ούν συνδρομητής πρέπει να πληρώση εις κάθε τόμον φιορίνι ένα και Καραντανία εί

[ocr errors]

κοσι της Βιέννης, και τούτο χωρίς καμμίαν πρόδοσιν, αλ' ευθύς όπου θέλει το παραδοθή ο τόμος τυπωμένος και δεμένος.

Ε'βρωμένοι και ευδαίμονες διαβιώοιτε, Ελλήνων παίδες.
Της υμετέρας αγάπης εξηρτημένοι,

Ιωάννης Μαρμαροτούρης.
Δημήτριος Βενιέρης.

Σπυρίδων Πρεβέτος.
Εν Τριετία, τη πρώτη Οκτωβρίου, 1799.

.

THE LORD'S PRAYER IN ROMAIC.

Ω ΠΑΤΕΡΑ μας όπου είσαι εις τους ουρανούς, ας αγιασθή το όνομά σου. Α’ς ήλθη η βασιλεία σου. Α’s γένη το θέλημά σου, καθώς εις τον ουρανόν, έτζη και εις την γήν. Το ψωμί μας το καθημερινόν, δός μας το σήμερον. Και συγχώρησέ μας τα χρέη μας, καθώς και εμείς συγχωρούμεν τους κρεοφειλέτας μας. Και μην μας φέρει εις πειρασμόν, αλλά ελευθέρωσή μας από τον πονηρον. Ο"τι εδική σου είναι η βασιλεία δι, και δύναμις, και η δόξα, εις τους αιώνας. Αμήν.

IN GREEK.

ΠΑΤΕΡ ημών, δεν τους ουρανούς, αγιασθήτω το όνομά σου. Ελθέτω και βασιλεία σου γενηθήτω το θέλημά σου, ως έν ουρανώ, και επί της γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον. Και άφες ημίν τα οφειλήματα υμών, ως και ημείς αφίεμεν τοίς οφειλέταις ημών. Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού. Ο"τι σου έστιν και βασιλεία, και η δύναμις, και η δόξα, εις τους αιώνας. Αμήν.

CANTO III.

“Afin que cette application vous forçât de penser à autre chose, il n'y a en vérité de remède que celui-là et le temps."

Lettre du Roi de Prusse à d'Alembert, 7 Sept. 1776.

1.

Is thy face like thy mother's, my fair child !
Ada! sole daughter of my house and heart?
When last I saw thy young blue eyes they smiled,
And then we parted,—not as now we part,
But with a hope.-

Awaking with a start,
The waters heave around me; and on high
The winds lift up their voices : I depart,

Whither I know not; but the hour 's gone by,
When Albion's lessening shores could grieve or glad mine eye.

[ocr errors]

II.

Once more upon the waters ! yet once more !
And the waves bound beneath me as a steed
That knows his rider. Welcome to their roar!
Swift be their guidance, wheresoe'er it lead !
Though the strain'd mast should quiver as a reed,
And the rent canvas fluttering strew the gale,
Still must I on; for I am as a weed,

Flung from the rock, on ocean's foam, to sail
Where'er the surge may sweep, the tempest's breath prevail.

III.

In my youth's summer I did sing of one,
The wandering outlaw of his own dark mind;
Again I seize the theme then but begun,
And bear it with me, as the rushing wind
Bears the cloud onwards : in that tale I find
The furrows of long thought, and dried up tears,
Which, ebbing, leave a sterile track behind,

O’er which all heavily the journeying years
Plod the last sands of life, where not a flower appears.

[ocr errors]

IV.

Since my young days of passion-joy, or pain,
Perchance

my heart and harp have lost a string, And both may jar : it may

be that in vain
I would essay as I have sung to sing.
Yet, though a dreary strain, to this I cling;
So that it wean me from the

weary

dream Of selfish grief or gladness--so it fling

Forgetfulness around me—it shall seem
To me, though to none else, a not ungrateful theme.

[ocr errors]
[ocr errors]

He, who grown aged in this world of woe,
In deeds, not years, piercing the depths of life,
So that no wonder waits him ; nor below
Can love, or sorrow,

fame, ambition, strife,
Cut to his heart again with the keen knife
Of silent, sharp endurance :-he can tell
Why thought seeks refuge in lone caves, yet rife

With airy images, and shapes which dwell
Still unimpair'd, though old, in the soul's haunted cell.

VI.

'T is to create, and in creating live
A being more intense, that we endow
With form our fancy, gaining as we give
The life we image, even as I do now.
What am I? Nothing ; but not so art thou,
Soul of my thought! with whom I traverse earth,
Invisible but gazing, as I glow

Mix'd with thy spirit, blended with thy birth,
And feeling still with thee in my crush'd feelings' dearth.

;

VII.

1

Yet must I think less wildly :-I have thought
Too long and darkly, till my brain became,
In its own eddy boiling and o'erwrought,
A whirling gulf of phantasy and flame :
And thus, untaught in youth my heart to tame,
My springs of life were poison'd. 'T is too late !
Yet am I changed; though still enough the same

In strength to bear what time can not abate,
And feed on bitter fruits without accusing fate.

VIII.

Something too much of this :—but now 't is past,
And the spell closes with its silent seal.
Long absent Harold re-appears at last ;
He of the breast which fain no more would feel,
Wrung with the wounds which kill not,but ne'er heal.
Yet Time, who changes all, had alter'd him
In soul and aspect as in age : years steal

Fire from the mind as vigour from the limb,
And life's enchanted cup but sparkles near the brim.

IX.

His had been quaff’d too quickly, and he found
The dregs were wormwood; but he fill'd again,
And from a purer fount, on holier ground,
And deem'd its spring perpetual; but in vain !
Still round him clung invisibly a chain
Which gall’d for ever, fettering though unseen,
And heavy though it clank'd not; worn with pain,
Which pined although it spoke not, and grew keen,

, Entering with every step he took, through many a scene.

X.

Secure in guarded coldness, he had mix'd
Again in fancied safety with his kind,
And deem'd his spirit now so firmly fix'd
And sheathed with an invulnerable mind,
That, if no joy, no sorrow lurk'd behind;
And he, as one might midst the many

stand Unheeded, searching through the crowd to find

Fit speculation—such as in strange land He found in wonder-works of God and nature's hand.

[ocr errors]

XI.

But who can view the ripen'd rose, nor seek
To wear it? who can curiously behold
The smoothness and the sheen of beauty's cheek,
Nor feel the heart can never all grow old ?
Who can contemplate fame through clouds unfold
The star which rises o'er her steep, nor climb ?
Harold, once more within the vortex, rollid

On with the giddy circle, chasing time,
Yet with a nobler aim than in his youth's fond prime.

[ocr errors]
« ÀÌÀü°è¼Ó »